- στεγόδους
- ο, Ν(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος πρωτόγονων ελεφάντων που εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια τού ανώτερου πλειοκαίνου, έζησε στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική και θεωρείται προγονική μορφή τού μαμμούθ και τών σύγχρονων ελεφάντων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stegodon (< στέγος / στέγη + οδούς «δόντι»). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό].
Dictionary of Greek. 2013.